γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Full diacritics: ὑψηλόλοφος | Medium diacritics: ὑψηλόλοφος | Low diacritics: υψηλόλοφος | Capitals: ΥΨΗΛΟΛΟΦΟΣ |
Transliteration A: hypsēlólophos | Transliteration B: hypsēlolophos | Transliteration C: ypsilolofos | Beta Code: u(yhlo/lofos |
ον, v. ὑψίλοφος.
ὑψηλόλοφος: -ον, ἴδε ὑψήλοφος.
-ον, Α
ὑψίλοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + λόφος.