κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
ὀροφίας, ὁ (Α)
αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῦς... ὀροφίας» — ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. -ιας (πρβλ. κλιματ-ίας)].