καλλιεργία

Revision as of 11:13, 2 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, good work, of improvements made by a tenant, Just.Nov.64.1: generally, good cultivation, Sammelb.4481.16 (V A. D.), etc.

Greek Monolingual

καλλιεργία, ἡ (AM) καλλιεργώ
η καλή, η προσεγμένη εργασία
μσν.
ωφέλιμο έργο
αρχ.
η καλλιέργεια της γης.