καλλιεργία

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐεργία Medium diacritics: καλλιεργία Low diacritics: καλλιεργία Capitals: ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ
Transliteration A: kalliergía Transliteration B: kalliergia Transliteration C: kalliergia Beta Code: kalliergi/a

English (LSJ)

ἡ, good work, of improvements made by a tenant, Just.Nov.64.1: generally, good cultivation, Sammelb.4481.16 (V A. D.), etc.

Greek Monolingual

καλλιεργία, ἡ (AM) καλλιεργώ
η καλή, η προσεγμένη εργασία
μσν.
ωφέλιμο έργο
αρχ.
η καλλιέργεια της γης.