γλυκυμάχανος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Doric for γλυκυμήχανος.
English (Slater)
sweet-working? νῦν δαὖ γλυκυμάχανον[ (Pae. 2.80)
Greek Monolingual
γλυκυμάχανος, -ον (Α)
αυτός που έχει ευχάριστες επινοήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του γλυκυμήχανος < γλυκύς + -μηχανος < μηχανή.