γλαυκόχρως

From LSJ
Revision as of 11:25, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

English (Slater)

γλαυκόχρως grey-coloured, silver-grey cf. Leumann, Hom. Wörter, 152. γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) cf. Bacch. 11. 29.

Spanish (DGE)

-χροος
de color brillante, verde blanquecino o grisáceo ᾧ ... ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας Pi.O.3.13, γλαυκόχροα θαλλὸν ἐλαίης Nonn.D.22.72.

Russian (Dvoretsky)

γλαυκόχρως: οος adj. зеленоватый, светло-зеленый (ἐλαία Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλαυκόχρως -οος γλαυκός, χρόα met een blauwgroene kleur. Pind.