συντελέθω
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.
French (Bailly abrégé)
English (Slater)
συντελέθω belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) βλ. συντελώ.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
συντελέθω: быть соединенным, принадлежать (τινί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντελέθω [σύν, τελέθω] toebehoren aan, bezit zijn van:. ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν... συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται daar zal zij haar een stuk land geven om rechtmatig bezit te zijn Pind. P. 9.57.
Middle Liddell
= συντελέω III]
to belong to, Pind.