τέρτατος
From LSJ
ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra
English (LSJ)
α, ον, Aeol. for τρίτατος, cj. Ahrens for τέτρατος in Pi. O.8.46.
English (Slater)
τέρτᾰτος (cf. τέτρατος.) third “ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις (Ahrens: τετράτοις codd.: τερτάτοις… recepi, ut formam Homericam τριτάτοισιν aeolice expressam, Schr., cf. von der Mühll, M. H., 1964, 51) (O. 8.46)
Greek Monolingual
-άτα, -ον, Α
(αιολ. τ.) βλ. τρίτατος.