τέτρατος
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
η, ον, poet. for τέταρτος, fourth, Pi.P.4.47; τὸ τέτρατον the fourth time, Il.13.20, 21.177, Hes.Op.596, Sc.363:—of a bandage, στηθοδεσμίδα, ἥν τινες τέτρατον καλοῦσι, Gal.18(1).823 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1099] poet. statt τέταρτος, der, die, das vierte, Hom., Hes., Pind. u. A.; τὸ τέτρατον, zum vierten Male, Il. 21, 117 Hes. O. 598 Sc. 363.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
épq. c. τέταρτος ; τὸ τέτρατον IL la quatrième fois.
Étymologie: τέτταρες.
Russian (Dvoretsky)
τέτρᾰτος: Hom., Hes., Pind. = τέταρτος.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ τέταρτος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ.· τὸ τέτρατον, τετάρτη φορά, Ἰλ. Φ. 177. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 594, Ἀσπ. Ἡρ. 363.
English (Autenrieth)
see τέταρτος.
English (Slater)
τέτρᾰτος, τέταρτος fourth μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον (O. 1.60) [[[ἅμα]] πρώτοις ἄρξεται καὶ τετράτοις (codd.: τερτάτοις Ahrens) (O. 8.46) ] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (i. e. of the fourth generation descended from Euphamos) (P. 4.47) πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη (τε- τάρτῳ v.l.: ἀντὶ τοῦ τετάρτῳ καὶ δεκάτῳ, Σ B Hom. K 252, cf. fr. 171) fr. 135.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
βλ. τέταρτος.
Greek Monotonic
τέτρᾰτος: -η, -ον, ποιητ. αντί τέταρτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ τέταρτον, η τέταρτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
τέτρᾰτος, η, ον [poetic for τέταρτος
fourth, Hom., etc.; τὸ τέτρατον the fourth time, Il., Hes.