ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
Source
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλάρωτος: Δωρ. ἀντὶ ἀκλήρωτος, Πίνδ.
English (Slater)
ᾰκλᾱρωτος without a share of, c. gen. καί ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν pr. (O. 7.59)
Greek Monotonic
ἀκλάρωτος: Δωρ. αντί ἀκλήρωτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλάρωτος: дор. = ἀκλήρωτος.