εὐτακτέω

Revision as of 10:05, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

A to be orderly, behave well, Th.8.1, X.Mem.4.4.1, etc.; of soldiers, obey discipline, ib.3.5.21; εὐ. πρὸς ἀρχήν to be obedient towards... Plu.Cam.18; to be continent, Epict.Ench.29.2, D.L.4.42, AP5.39.7 (Nicarch.). II Act., pay regularly, τοὺς φόρους PHib. 1.35.6 (iii B.C.), cf. POxy.1471.16 (i A.D.); τὰ ὀψώνια PSI4.350.2 (iii B.C.), etc.:—Pass., ὅπως οἱ μισθοὶ τοῖς παιδευταῖς εὐτακτέωνται SIG 672.10 (Delph., ii B.C.), cf. BGU1107.11. III Pass., to be reduced to order, ὑπὸ τοῦ διανοητικοῦ ὡς ὑπό τινος ἰσότητος Nicom.Ar.1.23; -ουμένη ἀπόβασις, def. of εἱμαρμένη, Theol.Ar.60: c. acc. cogn., τὸν τοῦ νοῦ λόγον -ούμενος Iamb.VP15.66.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτακτέω: εἶμαι εὔτακτος, φέρομαι καλῶς, Θουκ. 8. 1, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 1, κτλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, ὑπακούω, πειθαρχῶ, αὐτόθι 3. 5. 21· εὐτ. πρὸς ἀρχήν, εἶμαι εὐπειθής, εἰς..., Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
litt. garder son rang, d'où
1 observer la discipline, être discipliné;
2 p. ext. remplir son devoir;
3 particul. observer la tempérance, être tempérant en parl. des plaisirs de l'amour.
Étymologie: εὔτακτος.

Greek Monotonic

εὐτακτέω: μέλ. -ήσω, είμαι μεθοδικός, τακτικός, συμπεριφέρομαι καλά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες, υπακούω, πειθαρχώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτακτέω:
1) соблюдать строгий порядок, быть дисциплинированным Thuc., Xen.: εὐ. πρὸς ἀρχήν Plut. повиноваться власти;
2) соблюдать меру, быть воздержным Diog. L.

Middle Liddell

εὐτακτέω, fut. -ήσω
to be orderly, behave well, Thuc., Xen., etc.: of soldiers, to obey discipline, Xen. [from εὔτακτος