μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ou dev. un enclit. οἵ;plur. masc. de l'art. ὁ, ἡ, τό.
οἱ: ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου ὁ· I.οἵ, ονομ. πληθ. της αναφορ. αντων. ὅς.
οἱ: перед энкл. οἵ pl. к ὁ.