Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
[Seite 1116] jugendlich, ἁλικία, Antip. Sid. 93 (VII, 427), cod. Pal. ἐφ' ἡβείῃ.
α, ον :
qui concerne l'adolescence.
Étymologie: ἔφηβος.
ἐφήβαιος, -ον (Α)
δ. τ. αντί ἐφήβειος.