ἔρυγμα
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Full diacritics: ἔρῠγμα | Medium diacritics: ἔρυγμα | Low diacritics: έρυγμα | Capitals: ΕΡΥΓΜΑ |
Transliteration A: érygma | Transliteration B: erygma | Transliteration C: erygma | Beta Code: e)/rugma |
ατος, τό, = ἐρυγή 1, Hp.Morb.2.66.
[Seite 1035] τό, = ἐρυγή, Hippocr.
ἔρυγμα: τό, = τῷ προηγ., Ἱππ. 484. 28.
ἔρυγμα, τὸ (Α) ερεύγομαι (I)
βλ. ερευγμός.