alone
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. μόνος, V. μοῦνος, οἶος, μονάς.
Solitary: V. μονόστολος, μονόρρυθμος, μονοστιβής.
Travelling alone: V. οἰόζωνος. Let alone, v. trans.: P. and V. ἐᾶν, παριέναι.
They are useless even for women let alone men: P. ἄχρηστοί εἰσι καὶ γυναιξὶν . . . μὴ ὅτι ἀνδράσιν (Plat., Rep. 398E).
adv.
P. and V. μόνον.