ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
-εία, -ον, Α ῥυμός1. ο όμοιος με ρυμό, με κούτσουρο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυμεῖα και ῥυμείιατα μονόξυλα.