ρυμείος

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α ῥυμός
1. ο όμοιος με ρυμό, με κούτσουρο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυμεῖα και ῥυμείια
τα μονόξυλα.