συζυγικός

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532

Greek Monolingual

-ή, -ό / συζυγικός, -ή, -όν, ΝΑ σύζυγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συζύγους («συζυγικός βίος»).
επίρρ...
συζυγικά Ν
με τρόπο που αρμόζει σε συζύγους.