συμμοριτοπόλεμος

Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

Greek Monolingual

ο, Ν
πόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτο-πόλεμος)].