συνεφαπτομένη

From LSJ
Revision as of 20:10, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μαθημ. τριγωνομετρική συνάρτηση που συσχετίζει κάθε γωνία με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του συνεφάπτομαι «συνάπτομαι, εφάπτομαι»].