δαφνοπώλης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, bay-seller, Com. epithet of Apollo, Ar.Fr.764.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ vendedor de laurel en Delfos, Phot.δ 74, de donde usado como epít. cóm. de Apolo, Ar.Fr.805.
German (Pape)
[Seite 525] ὁ, Lorbeerverkäufer, so nannte Ar. den Apollo, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δαφνοπώλης: ὁ, ὁ πωλῶν δάφνην, ἐπιθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
δαφνοπώλης (Α)
(κωμικό επίθ. του Απόλλωνος στον Αριστοφάνη) αυτός που πουλάει δάφνη.