διαπριωτός
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
ή, όν, = διάπριστος, Hp.VC21.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
serrado, medic. del cráneo trepanado Hp.VC 21.
Greek (Liddell-Scott)
διαπρῑωτός: -ή, -όν, = διάπριστος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 912.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπριωτός -όν [διαπρίω] geneesk. getrepaneerd.