bewail
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
P. and V. ὀδύρεσθαι, ἀποδύρεσθαι, κλάειν (or mid. in V.), πενθεῖν, θρηνεῖν, ἀποκλάειν (or mid.), δακρύειν, στένειν (Dem. but rare P.), στενάζειν (Dem. but rare P.), Ar. and V. γοᾶσθαι, κωκύειν, οἰμώζειν, ἀποιμώζειν, V. κατοιμώζειν, καταστένειν, ἀναστένειν, ἀνακωκύειν (absol.). ἀνολολύζειν, δύρεσθαι, P. ἀπολοφύρεσθαι, ἀνολοφύρεσθαι; see lament, wail.
Met., Be vexed at: Ar. and P. ἀγανακτεῖν (dat.), χαλεπαίνειν (dat.), V. δυσφορεῖν (dat.), πικρῶς φέρειν (acc.); see under vex.