δύσδεικτος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον, hard to prove, θεωρήματα Gal. 15.139.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de demostrar, de probar θεωρήματα Gal.15.139, ἡ πρώτη ... ἀρχή Clem.Al.Strom.5.12.81, προβλήματα Alex.Aphr.in Top.541.13.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu zeigen, zu erweisen, Clem. Al. strom. 5 p. 695.
Greek (Liddell-Scott)
δύσδεικτος: -ον, δυσαπόδεικτος, Κλήμ. Ἀλ. 695.
Greek Monolingual
δύσδεικτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποδεικνύεται.