boastful
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ar. and P. ἀλάζων. P. μεγαλόφρων, κομπώδης (Thuc.), ὑπερήφανος, V. ὑπέρφρων, ὑψήγορος, στόμαργος, ὑψηλόφρων (also Plat. but rare P.), Ar. and V. γαῦρος.