ἀερσιπότητος

Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον = ἀερσιπότης (high-soaring), ἀράχνης Hes. Op. 777 ; ἀγμός Nonn. D. 2.483.

Spanish (DGE)

(ἀερσῐπότητος) -ον
que se eleva en el aire por efecto del viento ἀράχνη Hes.Op.777, ἀτμός Nonn.D.2.483, ἀφρός Nonn.Par.Eu.Io.5.7.

German (Pape)

[Seite 43] dasselbe, ἀράχνης Hes-O. 777; Nonn. oft.

Greek (Liddell-Scott)

ἀερσῐπότητος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσ. Ἔρ. καὶ Ἡμ. 775.

Greek Monotonic

ἀερσῐπότητος: -ον = το προηγ., σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀερσιπότητος: высоко парящий, т. е. высоко забравшийся (ἀραχνης Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερσιπότητος -ον αἴρω, ποτάομαι hoogvliegend.