ἀμμόχωστος

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμμόχωστος Medium diacritics: ἀμμόχωστος Low diacritics: αμμόχωστος Capitals: ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ammóchōstos Transliteration B: ammochōstos Transliteration C: ammochostos Beta Code: a)mmo/xwstos

English (LSJ)

ον, sanded up or sanded over, Eust.690.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -χοστος Wilcken Chr.1.227.1 (III d.C.)
cubierto de arena, arenoso ἰδι[ωτι] κῆς γῆς ἀμμοχώστου (ἄρουραι) εʹ PBaden 90.27 (III d.C.), cf. Wilcken Chr.l.c., de un antiguo fuerte ποταμόκλυστον καὶ ἀ. Eust.690.5, de una tierra no apta para sembrar en ella, op. σπόριμος PCol.172.17 (IV a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόχωστος: -ον, ὁ κεχωσμένος δι’ ἄμμου, Εὐστ. 690. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀμμόχωστος, -ον)
αυτός που είναι χωμένος μέσα στην άμμο ή σκεπασμένος από άμμο, αμμοσκέπαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + χωστός < χώννυμι.
ΠΑΡ. ἀμμοχωσία.