ἀσύγκρατος

Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, incapable of blending, discordant, δόξαι Plu.2.418d; δυνάμεις, of herbs, cj. ib.134d; φωνή Nicom.Harm.12.

Spanish (DGE)

-ον
no moderado, discordante δόξαι Plu.2.418d, ἀρχαί Plu.2.1112c, φωνή Nicom.Harm.12
subst. τὸ ἀ. falta de moderación S.E.P.1.43.

German (Pape)

[Seite 379] = ἀσυγκέραστος, Plut. adv. Col. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύγκρᾱτος: -ον, = ἀσυγκέραστος, ἀνάρμοστος, ἀσυμβίβαστος, οὐδεὶς μὲν τῶν βεβήλων καὶ ἀμυήτων καὶ περὶ θεῶν δόξας ἀσυγκράτους ἡμῖν ἐχόντων πάρεστιν Πλούτ. 2. 418D, πρβλ. Οὐϋττεμβάχ. αὐτόθι 134D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut mêler, incompatible.
Étymologie: , συγκρατέω.

Greek Monolingual

ἀσύγκρατος, -ον (Α)
ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»].

Russian (Dvoretsky)

ἀσύγκρᾱτος: беспорядочный, несвязный, нестройный, противоречивый (περί τινος δόξαι Plut.).