ἀχορηγησία

Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, want of supplies, Plb.5.28.4, 28.8.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ falta de recursos materiales Plb.28.8.6.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt, Pol. 28, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχορηγησία: ἡ, ἔλλειψις τῶν ἐπιτηδείων, Πολύβ. 28. 8, 6· ἐφθαρμένος τύπος τοῦ ἀχορηγία, αὐτόθι 5. 28, 4.

Greek Monolingual

ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α)
έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α- στερ. + χορηγία.

Russian (Dvoretsky)

ἀχορηγησία:недостаток или отсутствие средств к существованию Polyb.