ἐκδηθύνω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
to be protracted, of disease, Aret.CD1.1.
Spanish (DGE)
prolongarse, perdurar de las enfermedades, Aret.CD 1.1.1.
German (Pape)
[Seite 756] = simpl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδηθύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δηθύνω, ἢν δὲ καὶ ἐκδηθύνῃ (ἡ νόσος) χρόνῳ καρτερὰ ἔσται, ἐὰν δὲ διαρκῇ ἢ βραδύνῃ νὰ ἰαθῇ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1.