θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
v. trans.
P. and V. ἐλεεῖν, οἰκτείρειν, V. οἰκτίζειν (rare P.), κατοικτίζειν, ἐποικτίζειν, ἐποικτείρειν, Ar. and V. κατοικτείρειν, P. κατελεεῖν; see pity.