commiserate
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἐλεεῖν, οἰκτείρειν, V. οἰκτίζειν; (rare P.), κατοικτίζειν, ἐποικτίζειν, ἐποικτείρειν, Ar. and V. κατοικτείρειν, P. κατελεεῖν; see pity.
P. and V. ἐλεεῖν, οἰκτείρειν, V. οἰκτίζειν; (rare P.), κατοικτίζειν, ἐποικτίζειν, ἐποικτείρειν, Ar. and V. κατοικτείρειν, P. κατελεεῖν; see pity.