Βοιωτίδιον
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
τό, Dim. of Βοιώτιος, Ar. Ach. 872.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [-ῑδ-]
pequeño beocio dim. cóm. de Βοιώτιος Ar.Ach.872.
Greek (Liddell-Scott)
Βοιωτίδιον: [τῖ], τό, ὑποκορ. τοῦ Βοιωτός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 872.
Greek Monotonic
Βοιωτίδιον: [τῑ], τό, υποκορ. του Βοιωτός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Βοιωτίδιον: τό шутл. маленький беотиец Arph.
Middle Liddell
[Dim. of Βοιωτός, Ar.]