δυωδεκάμοιρος

Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, divided into twelve parts, AP7.641 (Antiphil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
divisé en douze parties.
Étymologie: δυώδεκα, μοῖρα.

Greek (Liddell-Scott)

δυωδεκάμοιρος: -ον, διῃρημένος εἰς δώδεκα μέρη, δ. σῆμα ἀφεγγέος ἠελίοιο, ἡ νύξ, Ἀνθ. Π. 7. 641.

Greek Monotonic

δυωδεκάμοιρος: -ον, αυτός που έχει διαιρεθεί, μοιρασθεί σε δώδεκα κομμάτια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυωδεκάμοιρος: разделенный на двенадцать частей (σῆμα Anth.).

Middle Liddell

δυωδεκά-μοιρος, ον
divided into twelve parts, Anth.