θραῦμα

Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, (θραύω) A fragment, A.Pers.425, IG7.3498.23 (Oropus, iii/ii B.C.), D.S.3.12. II breakage, Jul.Or.2.60a. III destruction, ἐχθρῶν LXXJu.13.5. IV metaph., θραύματ' ἐμοὶ κλύειν A.Ag.1166(lyr.). (Cf. θραῦσμα.)

German (Pape)

[Seite 1217] τό, = θραῦσμα, VLL., s. Lob. zu Soph. Ai. p. 322; Aesch. Ag. 1139, was den Geist bricht, wo man θαῦμα u. τραῦμα emendirt hat.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. θραῦσμα.

Greek (Liddell-Scott)

θραῦμα: τό, (θραύω) = θραῦσμα.

Greek Monolingual

θραῡμα, τὸ (Α) θραύω
1. θραύσμα
2. αποζημίωση για σπάσιμο
3. καταστροφή.

Greek Monotonic

θραῦμα: -ατος, τό (θραύω), = θραῦσμα.

Russian (Dvoretsky)

θραῦμα: τό Aesch., Plut. = θραῦσμα.