διαχρέομαι
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
subj. διαχρέωμαι, lon. for διαχράομαι (q.v.).
French (Bailly abrégé)
v. διαχράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διαχρέομαι: ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.
Spanish (DGE)
v. διαχράομαι.