Σωκρατικός

Revision as of 19:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, Socratic, of Socrates, λόγοι Arist. Po.1447b11; μνημονεύματα Phld.Vit.p.41 J.; ἐπιστολαί Wilcken Chr. 155 (iii A.D.); οἱ Σωκρατικοί = Socratics, Socratic philosophers, Luc.Am.23. Adv. Σωκρατικῶς = in the manner of Socrates, Socratically, more Socratico, Cic.Att.2.3.3.

German (Pape)

[Seite 1059] adj. von Σωκράτης, sokratisch, den Sokrates betreffend.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Socrate ou de son école, socratique.
Étymologie: Σωκράτης.

Greek (Liddell-Scott)

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸν Σωκράτην ἀνήκων, Ἀριστοτ., κλπ.· οἱ Σωκρατικοί, οἱ φιλόσοφοι τῆς σχολῆς αὐτοῦ, Λουκ. Ἔρωτ. 23· τὸ Σωκρατικόν, λόγος τοῦ Σωκρ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 16. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον Σωκρατικόν, more Socratica, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 3.

Greek Monotonic

Σωκρᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σωκράτη, σε Αριστ. κ.λπ.· οἱ Σωκρατικοί, οπαδοί της φιλοσοφίας του Σωκράτη, φιλόσοφοι της σχολής του Σωκράτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, με τον τρόπο του Σωκράτη, το more Socratico, του Κικ.

Russian (Dvoretsky)

Σωκρᾰτικός: Arph., Luc. = Σωκράτειος.

Middle Liddell

Σωκρᾰτικός, ή, όν
Socratic, of Socrates, Arist., etc.; οἱ Σωκρ. the philosophers of his school, Luc. adv. -κῶς, more Socratico, Cic.