μαινόλις

From LSJ
Revision as of 22:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαινόλις: ῐδος adj. f охваченная исступлением, безумствующая (διάνοια Aesch.; ἀσέβεια Eur.).

Middle Liddell

fem. of μαινόλης, Eur.