καταρρωδέω
English (LSJ)
Ion. for κατορρωδέω, fear, dread, τι Hdt.1.34,80, al.; τινας Id.9.8; ὑπέρ τινος Id.7.178: abs., Id.8.75, 103; κ. μὴ… Id.9.45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ion. c. κατορρωδέω.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρωδέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατορρωδέω, φοβοῦμαι, τρομάζω, τι Ἡρόδ. 1. 34, 80, κ. ἀλλ.· τινα 9. 8· ὑπέρ τινος 7. 178· ἀπολ., 8. 75, 103· κ. μὴ… 9. 45.
Greek Monotonic
καταρρωδέω: Ιων. αντί κατορρωδέω, φοβάμαι, τρέμω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταρρωδέω: ион. тж. κατορρωδέω пугаться, ужасаться (τὸν ὄνειρον, τὴν ἵππον Her.); бояться (τοὺς Πέρσας Her.): ὑπὲρ ἑωυτῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος καταρρωδηκότες Her. боясь за себя (самих) и за Элладу.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρρωδέω Ion. voor κατορρωδέω.
Middle Liddell
[ionic for κατορρωδέω
to fear, dread, Hdt.