κοχλιώδης

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
en forme de limaçon, roulé en spirale.
Étymologie: κοχλίας, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

κοχλιώδης: -ες, = κοχλιοειδής, Παλαίφ. 52. 1· ἐπὶ τοῦ ὠτός, Πλούτ. 2. 901F.

Greek Monolingual

-ες (Α κοχλιώδης, ῶδες)
κοχλιοειδής, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. -ώδης].