μελλονικιάω

Revision as of 22:47, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

delay victory, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.Av.640.

German (Pape)

[Seite 125] komisches Wort, mit Anspielung auf den Feldherrn Nikias, der sich dem Feldzuge gegen Sicilien widersetzte, zaudern zu siegen, Ar. Av. 639.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remettre pour vaincre (avec jeu de mot sur le nom du général Nicias, qui temporisait toujours).
Étymologie: μέλλω, νίκη-Νικίας.

Greek (Liddell-Scott)

μελλονῑκιάω: μέλλω νὰ νικήσω μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Νικίου, «ὅτι βραδὺς ἦν περὶ τὰς ὀξόδους καὶ ὡς οἱ διαβάλλοντες, οὐχὶ προνοητικὸς ἦν, ἀλλὰ μελλητὴς» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 639.

Greek Monotonic

μελλονῑκιάω: αναβάλλω την κατάκτηση, την νίκη· λογοπαίγνιο με το όνομα Νικίας, το όνομα του Αθηναίου στρατηγού, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελλονῑκιάω: Νικίας шутл. медлить с победой (как Никий): οὐχὶ νυστάζειν οὐδὲ μ. Arph. не дремать и не тянуть как Никий.

Middle Liddell

μελλο-νῑκιάω,
to be going to conquer, with a play on the name of Νικίας, the Athenian Cunctator, Ar.