προσκερδαίνω
English (LSJ)
aor. προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.Thphr. p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—gain in addition, D.l.c.; ὑγίειαν Plb. l.c.
German (Pape)
[Seite 769] (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προσκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προσκεκερδάγκασι gelesen wurde; προσεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
προσκερδαίνω: κερδαίνω προσέτι, Δημ. 1292, 6, Πολύβ. 32. 14, 12.
Greek Monolingual
Α κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῖνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
προσκερδαίνω: сверх того приобретать (τι Dem., Polyb.).