engage
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι. Engage (the attention): P. and V. κατέχειν. Attack: P. and V. εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), πόλεμον συνάπτειν (dat. or πρός, acc.), Ar. and V. συνίστασθαι (dat.), V. μάχην συμβάλλειν (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς ἀγῶνα συμπίπτειν (dat.); see encounter. It happened in many places that two, or at some parts even more ships were perforce engaged with one: P. συνετύγχανε πολλαχοῦ . . . δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς κατʼ ἀνάγκην συνηρτῆσθαι (Thuc. 7, 70). Bring into conflict: P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, P. and V. ἀντιτάσσειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι. Betroth: see betroth. V. intrans. Promise, undertake: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, ἐπαγγέλλεσθαι, V. ὑπίσχεσθαι, P. ὑποδέχεσθαι, Ar. and P. ἐγγυᾶσθαι; see promise. Engage in, be engaged in: Ar. and P. πραγματεύεσθαι (acc., or περί, acc. or gen.). διατρίβειν (περί, acc. or gen., or πρός, acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc., or περί, acc. or gen.). Engage in an enterprise: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), ἅπτεσθαι (gen.); see share. I am engaged: P. ἀσχολία μοί ἐστι. Manage: P. and V. πράσσειν.