encounter

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for encounter - Opens in new window

verb transitive

meet persons: P. and V. τυγχάνειν (gen.), συντυγχάνειν (dat., V. gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἀπαντᾶν (dat.), συναντᾶν (dat.) (Xen., also Ar.), P. περιτυγχάνειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχάνειν (dat. or gen.), V. ἀντᾶν (dat.), συναντιάζειν (dat.), ὑπαντιάζειν (dat.), ἀντικυρεῖν (dat.), συνάντεσθαι (dat.); see meet.

encounter (things): P. and V. τυγχάνειν (gen.), ἐντυγχάνειν (dat.), ἐμπίπτειν (εἰς, acc.), περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. συγκυρεῖν (dat.), ἀντᾶν (dat.).

experience: P. and V. χρῆσθαι (dat.).

face: P. and V. ὑπέχειν, ὑφίστασθαι; see face.

encounter in battle: P. and V. ἀπαντᾶν (dat.), συμφέρεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), ἀντιτάσσεσθαι (dat.), V. συμβάλλειν μάχην (dat.); see also engage.

substantive

meeting: V. ἀπάντημα, τό, συνάντησις, ἡ.

coming together: P. and V. ὁμιλία, ἡ, συνουσία, ἡ.

conflict: P. and V. ἀγών, ὁ, μάχη, ἡ, ἅμιλλα, ἡ, V. ἀγωνία, ἡ, ἆθλος, ὁ, πάλαισμα, τό, συμβολή, ἡ, Ar. and P. σύνοδος, ἡ.