φιλοτέχνημα

Revision as of 10:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό
1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).