ἀπόνητος

Revision as of 13:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, A without toil or without trouble. Adv., Sup. ἀπονητότατα = with least toil or with least trouble, Hdt.2.14, 7.234. 2 without suffering, S.El. 1065 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. impune S.El.1065.
2 adv. en sup. ἀπονητότατα = con el menor esfuerzo, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Hdt.2.14, cf. 7.234.

German (Pape)

[Seite 316] ohne Mühe u. Anstrengung, d. i. leicht, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Her. 2, 14. 7, 234; ohne Drangsal, Soph. El. 1054.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui échappe aux ennuis ; privé de peine, de châtiment ; impuni.
Étymologie: , πονέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνητος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. ἀπονητί. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν οὐρανίαν Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065.

Greek Monolingual

ἀπόνητος, -ον (Α)
1. ο δίχως κόπο και μόχθο
2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει
3. επίρρ. απονητί
ακοπίαστα.

Greek Monotonic

ἀπόνητος: -ον (πονέω
1. αυτός που επιτυγχάνεται χωρίς μόχθο και κόπο· υπερθ. επίρρ. ἀπονητότατα, με τον λιγότερο δυνατό κόπο, σε Ηρόδ.
2. αυτός που δεν υπομένει συμφορές, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνητος: не знающий страданий: δαρὸν οὐκ ἀ. Soph. он недолго останется безнаказанным.

Middle Liddell

πονέω
1. without toil:— adv. Sup. ἀπονητότατα with least trouble, Hdt.
2. without suffering, Soph.