ἀπόνητος
English (LSJ)
ον, A without toil or without trouble. Adv., Sup. ἀπονητότατα = with least toil or with least trouble, Hdt.2.14, 7.234. 2 without suffering, S.El. 1065 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. impune S.El.1065.
2 adv. en sup. ἀπονητότατα = con el menor esfuerzo, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Hdt.2.14, cf. 7.234.
German (Pape)
[Seite 316] ohne Mühe u. Anstrengung, d. i. leicht, ἀπονητότατα καρπὸν κομίζονται Her. 2, 14. 7, 234; ohne Drangsal, Soph. El. 1054.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui échappe aux ennuis ; privé de peine, de châtiment ; impuni.
Étymologie: ἀ, πονέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόνητος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου καὶ μόχθου: ― Ἐπίρρ. ὑπερθ., ἀπονητότατα, μετ’ ἐλαχίστου κόπου, Ἡρόδ. 2. 14., 7. 234· πρβλ. ἀπονητί. 2) ὁ μὴ ὑποφέρων δεινά, ἀλλ’ οὐ τὰν Διὸς ἀστραπὰν καὶ τὰν οὐρανίαν Θέμιν, δαρὸν οὐκ ἀπόνητοι Σοφ. Ἠλ. 1065.
Greek Monolingual
ἀπόνητος, -ον (Α)
1. ο δίχως κόπο και μόχθο
2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει
3. επίρρ. απονητί
ακοπίαστα.
Greek Monotonic
ἀπόνητος: -ον (πονέω)·
1. αυτός που επιτυγχάνεται χωρίς μόχθο και κόπο· υπερθ. επίρρ. ἀπονητότατα, με τον λιγότερο δυνατό κόπο, σε Ηρόδ.
2. αυτός που δεν υπομένει συμφορές, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόνητος: не знающий страданий: δαρὸν οὐκ ἀ. Soph. он недолго останется безнаказанным.
Middle Liddell
πονέω
1. without toil:— adv. Sup. ἀπονητότατα with least trouble, Hdt.
2. without suffering, Soph.