ἀτίμωσις

Revision as of 13:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[τῑ], εως, ἡ, A dishonouring, c. gen., τραπέζας A.Ag.702 (lyr.); πατρός Id.Ch.435 (lyr.). II = capitis deminutio, capitis diminutio, J.AJ19.1.1.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Prosodia: [-τῑ-]
1 deshonra c. gen. τραπέζας A.A.702, πατρός A.Ch.435.
2 pérdida de derechos o privilegios Lys.Fr.Phot.15, de pers. de la orden de los equites I.AI 19.3.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Entehrung, Beschimpfung, Aesch. Ag. 685 Ch. 429.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
flétrissure, déshonneur.
Étymologie: ἀτιμόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, τὸ ἀτιμάζειν, ἀτιμία γενομένη εἴς τινα· μετὰ γεν., τραπέζας ἀτίμωσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 702· πατρός δ᾽ ἀτίμωσιν ἆρα τίσει ὁ αὐτ. Χο. 435.

Greek Monotonic

ἀτίμωσις: [ῑ], -εως, ἡ, ατίμωση, ταπείνωση που γίνεται σε κάποιον, με γεν., τραπέζας, πατρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτίμωσις: εως (τῑ) ἡ опозоривание, осквернение, бесчестие Aesch.

Middle Liddell


a dishonouring, dishonour done to, c. gen., τραπέζας, πατρός Aesch.