Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπαγλέομαι

From LSJ
Revision as of 14:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰγλέομαι Medium diacritics: ἐκπαγλέομαι Low diacritics: εκπαγλέομαι Capitals: ΕΚΠΑΓΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpagléomai Transliteration B: ekpagleomai Transliteration C: ekpagleomai Beta Code: e)kpagle/omai

English (LSJ)

A to be struck with amazement, to wonder greatly, only used in part., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Hdt.7.181, cf. 8.92; ἐκπαγλεομένων ὡς.. Id.9.48. II wonder at, admire exceedingly, c. acc., A.Ch.217, E.Or.890, Tr.929; rarein Prose, D.H.1.40.

Spanish (DGE)

(ἐκπᾰγλέομαι) 1 c. suj. de abstr. deslumbrar, provocar la admiración δόμων ... κάλλος ἐκπαγλού[μ] ενον la belleza deslumbrante del palacio A.Fr.451n.5.
2 c. suj. de pers. recibir una fuerte impresión esp. estar admirado ante c. ac. πατέρα μὲν σὸν ἐκπαγλούμενος E.Or.890, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι τέκν' cuantas eran madres, llenas de admiración por mis hijos E.Hec.1157, σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην A.Ch.217. Κύπρις δὲ τοὐμὸν εἶδος ἐκπαγλουμένη E.Tr.929, τοῦ δὲ τὴν ὄψιν ἐκπαγλούμενοι D.H.1.40, c. or. complet. ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε os admiran porque ni rehuís el combate ni abandonáis la formación Hdt.9.48, c. giro prep. ἀρετῆς εἵνεκα ... ἐκπαγλεόμενοι Hdt.8.92, abs. καί μιν ... ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι πάσῃ τῇ στρατιῇ y lo mostraron a todo el ejército llenos de admiración Hdt.7.181.

German (Pape)

[Seite 770] nur im part. praes., sich höchlich verwundern, staunen, Her. 7, 181. 8, 29; ὡς οὔτε φεύγετε οὔτε τὴν τάξιν λείπετε 9, 48; πολλά τινα, Einen bewundern, Aesch. Ch. 215; Eur. Or. 890 Tr. 929; D. Hal. 1, 40 τὴν ὄψιν.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
1 être stupéfait;
2 tr. regarder avec admiration, acc..
Étymologie: ἔκπαγλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαγλέομαι: παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐκπλήξεως ἢ θάμβους, θαυμάζω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Ἡρόδ. 7. 181, πρβλ. 8. 92· ἐκπαγλεόμενος ὡς... ὁ αὐτ. 9. 48. ΙΙ. θαυμάζω πρός τι, θαυμάζω καθ’ ὑπερβολήν, μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Χο. 217, Εὐρ. Ὀρ. 890, Τρῳ. 929· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 1. 40.

Greek Monotonic

ἐκπαγλέομαι: Παθ.,
I. καταλαμβάνομαι από έκπληξη ή θαυμασμό, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, μόνο σε μτχ., σε Ηρόδ.
II. παραξενεύομαι, θαυμάζω υπερβολικά, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαγλέομαι: (только part. praes.) поражаться, изумляться (τινα и τι Aesch., Eur., Her.; тж. ὡς … Her.).

Middle Liddell


I. Pass. to be struck with amazement, to wonder greatly, only in part., Hdt.
II. to wonder at, admire exceedingly, c. acc., Aesch., Eur. [from ἔκπαγλος