ἐνναυπηγέω
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
German (Pape)
[Seite 846] darin Schiffe bauen, v. l. bei Thuc. 1, 13, für ναυπηγέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
construire des vaisseaux dans.
Étymologie: ἐν, ναυπηγέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναυπηγέω: ναυπηγῶ πλοῖον ἔν τινι τόπῳ, καὶ τριήρεις πρῶτον ἐν Κορίνθῳ τῆς Ἑλλάδος ἐνναυπηγηθῆναι Θουκ. 1 13· ὁ Βεκκῆρος ἐξ ἄλλων ἀντιγράφων ἐξέδωκε: ναυπηγηθῆναι. Ἴδε σημ. S. T. Bloomfleld.
Spanish (DGE)
construir naves en en v. pas. ἐν Κορίνθῳ Th.1.13 (v.l.).
Russian (Dvoretsky)
ἐνναυπηγέω: (где-л.) строить корабли (λέγονται τριήρεις ἐν Κορίνθῳ ἐναυπηγηθῆναι Thuc. - v. l. к ναυπηγηθῆναι Thuc.).