Ὀπτιλέτις

From LSJ
Revision as of 18:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source

French (Bailly abrégé)

έτιδος (ἡ) :
propr. « la voyante » (Athéna).
Étymologie: ὀπτίλος.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀπτῐλέτις: -ιδος, ἡ, ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς, Πλουτ. Λυκοῦργος 11. ― Ἴδε Κόντου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 19.

Russian (Dvoretsky)

Ὀπτῐλέτις: ῐδος ἡ Оптилетида, «Видящая», «Зрящая» (эпитет Паллады-Афины) Plut.